CAVES
AND RIVERS

ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΑΨΙΑΣ 35KM

Το σπήλαιο βρίσκεται σε απόσταση 1 χλμ. από τον οικισμό Κάψια, στο νοτιοδυτικό άκρο της πεδιάδας της Αρχαίας Μαντινείας. Αποτελεί τμήμα ενός συστήματος ενεργών και ανενεργών καταβοθρών. Μπροστά από την είσοδό του βρίσκονται τρεις καταβόθρες, τις οποίες περικλείει πέτρινο φράγμα ημικυκλικού σχήματος.

Εντός του σπηλαίου έχει εντοπιστεί ανθρώπινο οστεολογικό υλικό, το οποίο σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, προέρχεται από άτομα που πνίγηκαν κατά τη διάρκεια πλημμύρας του σπηλαίου κατά τους ιστορικούς χρόνους. Το σπήλαιοxρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο κατά τα νεολιθικά, τα ελληνιστικά χρόνια, και στον 4ο και 6ο αιώνα μΧ.

Το σπήλαιο Κάψια κατατάσσεται στα 10 πιο αξιόλογα σπήλαια της Ελλάδας και συγκαταλέγεται στα 100, κατάλληλα για αξιοποίηση, σπήλαια του ελληνικού χώρου (από τα 7500 συνολικά). Η μέχρι σήμερα εξερευνημένη του έκταση είναι περίπου 6500 τμ.

ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΩΝ ΛΙΜΝΩΝ 65KM

Είναι ένα σπάνιο δημιούργημα της φύσης. Εκτός από τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους, τις μυστηριώδεις στοές και τους παράξενους σταλακτιτικούς σχηματισμούς, το «Σπήλαιο των Λιμνών» έχει κάτι το αποκλειστικά δικό του, που δεν υπάρχει σε άλλα γνωστά σπήλαια. Είναι οι αλλεπάλληλες κλιμακωτές, και μάλιστα σε τρεις ορόφους λίμνες του, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του στον κόσμο. Είναι παλαιά κοίτη υπόγειου ποταμού με εξερευνημένο μήκος 1980 μέτρα.

Τον χειμώνα, που λιώνουν τα χιόνια το σπήλαιο μετατρέπεται σε υπόγειο ποταμό με φυσικούς καταρράκτες. Κατά τους θερινούς μήνες ένα τμήμα του σπηλαίου ξηραίνεται και αποκαλύπτονται πρωτότυπες δαντελωτές λιθωματικές λεκάνες και φράγματα, ύψους μέχρι και 4μ. Το υπόλοιπο σπήλαιο διατηρεί μόνιμα νερά σε 13 γραφικές λίμνες. Το αξιοποιημένο μήκος του σπηλαίου προς το παρόν ανέρχεται σε 500 μέτρα.

Περιλαμβάνει εγκατάσταση καλλιτεχνικού φωτισμού. Ο επισκέπτης μπαίνει στο σπήλαιοαπό τεχνητή σήραγγα, που καταλήγει κατ’ ευθείαν στο δεύτερο όροφο. Οι διαστάσεις του τμήματος αυτού προκαλούν δέος, έκσταση και θαυμασμό. Η διάβαση των λιμνών γίνεται από υπερυψωμένες τεχνητές γεφυρούλες. Στο κάτω όροφο του σπηλαίου βρέθηκαν απολιθωμένα οστά ανθρώπων και διαφόρων ζώων, μεταξύ των οποίων και ιπποπόταμου. Το τμήμα αυτό προορίζεται για βιοσπηλαιολογικό εργαστήριο διεθνούς προβολής.

ΛΟΥΣΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ

Ο Λούσιος, είναι ένα μικρό ποτάμι της Αρκαδίας μήκους 23 χλμ. που πηγάζει από την αρχαία Θεισόα και από την κορυφογραμμή των βουνών των Λαγκαδίων. Περνάει δυτικά από τη Δημητσάνα σε κοντινή απόσταση και εκβάλλει στον Αλφειό, 2,5 χλμ. βορειοδυτικά της Καρύταινας.

Τα νερά του είναι αρκετά ορμητικά, σχηματίζοντας καταρράκτες και έχουν την ίδια θερμοκρασία όλο το χρόνο. Η διαδρομή του γίνεται μέσα από ιτιές, λεύκες και λυγαριές. Το φαράγγι έχει άγρια ομορφιά και πλούσια βλάστηση που δένει αρμονικά με το βραχώδες τοπίο.

Δυτικά του χωριού της Καρκαλούς, έχει μεγάλη ποικιλία πουλιών καθώς και ερπετών. Στα νερά του δεν υπάρχουν πολλά ψάρια, σε αντίθεση με τον αριθμό των καβουριών. Το κλίμα του φαραγγιού, ευνοεί τις νυχτερίδες που έχουν ως καταφύγιο τις σπηλιές και τα εγκαταλειμμένα μοναστηριακά κτίσματα.

Η παρόχθια περιοχή του Λούσιου, στο μεγαλύτερο τμήμα της, είναι απόκρημνη με κοφτερούς βράχους να υψώνονται, κάνοντας αδύνατο το πέρασμα μέσα από αυτούς. Το φαράγγι είναι ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και από το 1997 έχει χαρακτηριστεί ως περιοχή ενιαίου αρχαιολογικού χώρου και χρήζει προστασίας από το υπουργείο πολιτισμού. Η χλωρίδα και πανίδα είναι πλούσιες και συνυπάρχουν αρμονικά.

Σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία, όπου οφείλει και το όνομά του, αλλά και με αναφορές του περιηγητή Παυσανία, οι Νύμφες Νέδα, Αγνώ και Θεισόα έλουσαν τον Δία, κρυφά από τον Κρόνο, στις πηγές του ποταμού (Πηγές των Αθανάτων) όταν γεννήθηκε. Ο Παυσανίας επίσης θεωρούσε το Λούσιο ως τον πιο κρύο ποταμό του γνωστού του κόσμου. Μετέπειτα μετονομάστηκε Γορτύνιος, παίρνοντας το όνομα από την Αρχαία Γορτυνία.

Το φαράγγι του Λούσιου είναι γνωστό και ως το Άγιο Όρος της Πελοποννήσου, λόγω της μοναστικής ζωής που αναπτύχθηκε, ειδικά κατά την Τουρκοκρατία. Πολλοί παράγοντες είχαν το ρόλο τους σε αυτό, όπως η γαλήνη, η ησυχία και το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων. Δημιουργήθηκαν ασκητήρια, μοναστήρια, εκκλησίες και παρεκκλήσια με πιο γνωστές της Μονές Φιλοσόφου, Τιμίου Προδρόμου, Αιμυαλών και άλλες.

Κατά μήκος του φαραγγιού υπάρχουν πολλές πηγές με άφθονα νερά, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη ενός είδους βιοτεχνίας, από το 16ο αιώνα, που στηρίχθηκε στην υδροκίνηση. Κατασκευάσθηκαν και λειτούργησαν μύλοι για να αλέθονται τα δημητριακά, μύλοι ως βυρσοδεψεία για την επεξεργασία δερμάτων, μύλοι για την πυρίτιδα, γνωστοί και ως μπαρουτόμυλοι, νεροτριβές για την επεξεργασία ρούχων, νεροπρίονα για την κοπή κορμών δέντρων, κλπ. Στον ίδιο χώρο λειτούργησαν ασβεστοκάμινα, εργαστήρια κατασκευής κεραμιδιών, ελαιοτριβεία και αποστακτήρια με το ρακοκάζανο για την παραγωγή τσίπουρου (ρακί). Σήμερα στην περιοχή λειτουργεί το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης.

Η επικοινωνία μεταξύ των χωριών, των οικισμών, των μοναστηριών και νερόμυλων γινόταν κυρίως από μονοπάτια και πέτρινα γεφύρια. Στη διαδρομή του Λούσιου υπάρχουν δεκαέξι πετρόχτιστα τοξωτά γεφύρια. Για την τουριστική αξιοποίηση της περιοχής, τα παλιά μονοπάτια στην περιοχή του φαραγγιού έχουν συντηρηθεί και αποκατασταθεί, έτσι ώστε να διευκολύνουν τη διάβαση στους οδοιπόρους, όπως και την προσπέλαση των αξιοθέατων. Η περιοχή σήμερα ελκύει πολλούς επισκέπτες και πεζοπόρους. Οι διαδρομές μέσα από τα αναπλασμένα μονοπάτια καταλήγουν στην Αρχαία Γόρτυνα, ενώ ξεκινούν από τη Δημητσάνα, το κεφαλάρι του Αϊ Γιάννη, τη Μονή Προδρόμου, το Ελληνικό και την Αρχαία Γόρτυνα.

Ο Λούσιος, εκτός από την πεζοπορία, προσφέρεται και για άλλες δραστηριότητες. Στο πέτρινο γεφύρι του Ατσίχολου, κοντά στην Καρύταινα ,διοργανώνονται από εταιρίες εναλλακτικού τουρισμού καταβάσεις με rafting, kayak, trekkingcanyoning και άλλα. Άλλες φτάνουν μέχρι τη συμβολή του ποταμού με τον Αλφειό, και άλλες διανύουν τον τελευταίο, προσελκύοντας πολλούς λάτρεις του είδους για αξέχαστες εμπειρίες σε μια φύση μαγευτική και παρθένα. Σε απόσταση 5 χιλιομέτρων από την Καρύταινα βρίσκεται η γέφυρα του Λούσιου που αποτελεί την αφετηρία για τις περισσότερες διαδρομές rafting κλπ., για μία απόσταση 4 χιλιομέτρων μέχρι να συναντήσει τον Αλφειό. Η διαδρομή συνεχίζεται για ακόμη 3 χιλιόμετρα με συνολική διάρκεια μία ώρα, μοναδικής εμπειρίας και περιπέτειας. Ο τερματισμός της διαδρομής πραγματοποιείται στην γέφυρα του «Κούκου» στον Αλφειό.

Το γεφύρι έχει ύψος 34 μέτρα, πλάτος 4 μέτρα και μήκος 25 περίπου μέτρα και ξεχωρίζει για την τέλεια κατασκευή του και μάλιστα σε σημείο του ποταμού που είναι ιδιαίτερα δύσβατο. Χτίστηκε το 1880 με κρατική επιχορήγηση για να συνδέει τις επαρχίες Γορτυνίας και Ολυμπίας. Αποτελεί θαυμάσιο έργο του Λαγκαδιανού αρχιμάστορα Αντώνη Κάτσιανου.