ARCHAELOGICAL /
MUSEUM SITES
ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ 94KM
Η Ολυμπία, υπήρξε το πιο δοξασμένο ιερό της αρχαίας Ελλάδας, αφιερωμένο στον Δία. Ήταν ο τόπος διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων οι οποίοι τελούνταν στο πλαίσιο των Ολυμπίων, της πιο σημαντικής εορτής των Ελλήνων κατά το μεγαλύτερο διάστημα της αρχαιότητας.
Η Ολυμπία ονομαζόταν Άλτις, δηλαδή Ιερό Άλσος. Ήταν κτισμένη στη βόρεια όχθη του ποταμού Αλφειού. Υπάρχουν ίχνη ανθρώπινης παρουσίας από τη Νεολιθική περίοδο. Αρχικά υπήρξε οικισμός αγροτικός και σταδιακά εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο θρησκευτικό κέντρο του αρχαίου κόσμου.
Εκεί βρισκόταν για περίπου χίλια χρόνια το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, έργο του Φειδία, το οποίο ήταν γνωστό στην αρχαιότητα ως ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Είχε ύψος 12 μ. και αποτελούνταν από ξύλο εσωτερικά, αλλά χρυσό, ελεφαντόδοντο, ασήμι, και ημιπολύτιμους λίθους, εξωτερικά.
Η αφετηρία των Ολυμπιακών Αγώνων τοποθετείται στο 776 π.Χ. και τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια. Όμως οι Αγώνες τελούνται ήδη πολύ παλαιότερα, διότι σύμφωνα με την παράδοση, τους ξεκίνησε ο Πέλοπας, που κέρδισε σε αρματοδρομία τον βασιλιά της Πίσας,Οινόμαο. Σταδιακά ανεγέρθηκαν τα διάφορα οικοδομήματα, θρησκευτικού και κοσμικού χαρακτήρα, μέχρι να πάρει τον 2ο αι. μ.Χ τη μορφή που έχει σήμερα.
Το παλαιότερο κτίσμα είναι ο ναός της Ήρας, και το νεότερο το Νυμφαίο. Στη ρωμαϊκή περίοδο, συμπληρώθηκαν και ανασκευάστηκαν πολλά κτίρια, δεδομένου πως οι Ρωμαίοι συνέχισαν τους αγώνες χωρίς διακοπή. Η λειτουργία του ιερού χώρου συνεχίσθηκε κανονικά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το 393 μ.Χ. έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες, και λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α΄, με διάταγμά του απαγόρευσε οριστικά την τέλεσή τους γιατί θεωρούνταν παγανιστικοί, ενώ επί Θεοδοσίου Β΄, επήλθε η οριστική καταστροφή του ιερού (426 μ.Χ.).
Τον 10ο με 9ο αιώνα π.Χ. διαμορφώνεται ο ιερός χώρος της Άλτεως με την καθιέρωση της λατρείας του Δία. Την περίοδο αυτή, η Ολυμπία γίνεται ένας ιερός τόπος που προσείλκυε πολλούς προσκυνητές. Αυτό το πυκνό ρεύμα των επισκεπτών μαρτυρείται από το μεγάλο πλήθος αναθημάτων που έφταναν στη Ολυμπία, όχι μόνο από την γύρω περιοχή, αλλά και από άλλους τόπους της Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας.
Τον 8ο αιώνα η φήμη της Ολυμπίας μεγάλωσε τόσο, που έφτασε μέχρι την Ανατολή και Μεσοποταμία και μέχρι την Δύση και κάτω Ιταλία. Σημαντικότατη τομή στην ιστορία της Ολυμπίας αποτέλεσε το έτος 776 π.Χ. όπου τότε κατά την παράδοση, ο Σπαρτιάτης Λυκούργος, πρέπει να πραγματοποίησε συμφωνία με τον βασιλιά της Ήλιδος, Ίφιτο, για την τέλεση λατρευτικών εορτών στην Ολυμπία. Μέρος της συμφωνίας ήταν ότι κατά τις εορτές θα επικρατούσε εκεχειρία σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Κατά τον 5ο αιώνα, η αίγλη της Ολυμπίας έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε εκεί να συγκεντρώνονται πολιτικοί, φιλόσοφοι και καλλιτέχνες, διότι εκεί έβρισκαν μεγάλο κοινό για την διάδοση των ιδεών τους. Κατά τον 4ο αιώνα, δόθηκε σημασία στην οικοδομική δραστηριότητα για την βελτίωση των εγκαταστάσεων και τη δημιουργία χώρων στέγασης των επισκεπτών.
Το 393 μ.Χ. ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’ διέταξε το κλείσιμο όλων των ελληνικών ιερών, χωρίς να υπάρχουν πληροφορίες ποιους συγκεκριμένους χώρους εννοούσε. Παρ’ όλα αυτά, και τα επόμενα χρόνια ο χώρος παρέμεινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο χώρος υπέστη αργότερα πολλές καταστροφές από φυσικά αίτια, και κατά τον 9ο αιώνα ο χώρος εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε. Με την πάροδο του χρόνου καλύφθηκε πολλά μέτρα κάτω από την γη με την βοήθεια του χειμάρρου Κλαδέου και την διάβρωση του εδάφους του Κρόνιου λόφου.
ΑΡΧΑΙΑ ΓΟΡΤΥΣ 24KM
Σε μικρή απόσταση από το Ελληνικό, στις όχθες του ποταμού Λούσιου, όπου και καταλήγουν και τα περισσότερα μονοπάτια του, η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή αποκάλυψε τα θεμέλια του ναού του Ασκληπιού και των ιαματικών λουτρών του, καθώς και τμήματα της πόλεως της Γόρτυνας νοτίως του ποταμού, κατά τις ανασκαφές που διεξήχθησαν μεταξύ 1954-55.
Η σπουδαιότητα του ιερού του Ασκληπιού αποδεικνύεται από την επίσκεψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου (356-323 π.Χ.), όπου και αφιέρωσε την πανοπλία και το δόρυ του. Ο Παυσανίας μάλιστα αναφέρει στα Αρκαδικά του ότι η αιχμή του δόρατος, καθώς και ο θώρακας του Μεγάλου Αλεξάνδρου φυλάσσονταν ακόμη στον ναό του Ασκληπιού επί των ημερών του. Σύμφωνα με τις πηγές, τον ναό στόλιζαν λατρευτικά αγάλματα του θεού Ασκληπιoύ και της Υγείας, κατασκευασμένα από πεντελικό μάρμαρo, έργα τoυ μεγάλου Παριανoύ γλύπτη,Σκόπα.
Δίπλα στα θεμέλια του ιερού του Ασκληπιού σώζονται τα ιαματικά λουτρά, υπόδειγμα ελληνικής ευρεσιτεχνίας, κατά πολύ πιο προηγμένης από την τεχνολογία στα μεταγενέστερα Ρωμαϊκά λουτρά. Τα ιαματικά λουτρά της Γόρτυνας χρησιμοποιούσαν τεχνολογία κίνησης θερμού αέρα, και στην ακμή τους μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ταυτόχρονα γύρω στους 30 ασθενείς υπό την προστασία του θεού της υγείας Ασκληπιού. Στο χώρο έχουν βρεθεί πολλά αναθήματα αφιερωμένα στους θεούς της ίασης (Ασκληπιού και Υγείας).
Σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα, η αρχαία Γόρτυς ήταν εξέχουσα πόλη με σημαντική συμβολή στα αρκαδικά πράγματα κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο. Η απώλεια της αυτοτέλειάς της κατά το 368 π.Χ., έτος ίδρυσης της Μεγάλης Πόλεως (Μεγαλουπόλεως) και του συνοικισμού της Γόρτυνας με τις γειτονικές πόλεις, οδήγησαν στην παρακμή της.
Ωστόσο, η πόλη εξακολουθούσε να επιβιώνει τουλάχιστον επί 540 χρόνια, μετά την ίδρυση της Μεγαλουπόλεως, οπότε και την επισκέφτηκε ο Παυσανίας (176 μ.Χ.). Εικάζεται ότι τελικά εγκαταλείφθηκε και ερήμωσε κατά τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια.
ΝΑΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ 68KM
Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας, είναι ένας από τους σπουδαιότερους και επιβλητικότερους της αρχαιότητας. Αφιερώθηκε από τους Φιγαλείς στον Απόλλωνα, διότι τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης. Ο ναός υψώνεται στα 1.130 μέτρα, στο κέντρο της Πελοποννήσου, πάνω στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας και βρίσκεται 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας και 11 χλμ. βορειοανατολικά των Περιβολίων.
Ο ναός ανεγέρθηκε το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. (420-410 π.Χ) και αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Το μνημείο αυτό, ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας, ήταν το πρώτο στην Ελλάδα που ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1986. Τμήμα της ζωφόρου του ναού αποσπάστηκε το 1814 και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.
Ο κλασικός ναός είναι θεμελιωμένος πάνω στο φυσικό βράχο του όρους Κωτιλίου, σε ειδικά διαμορφωμένο γήπεδο. Η τοποθεσία του ναού ονομαζόταν στην αρχαιότητα Βάσσαι (μικρές κοιλάδες) και φιλοξενούσε από τον 7ο αιώνα π.Χ. ιερό του Απόλλωνος Βασσίτα, που είχαν ιδρύσει οι γειτονικοί Φιγαλείς, οι οποίοι λάτρευαν τον θεό με την προσωνυμία Επικούριος δηλαδή βοηθός, συμπαραστάτης στον πόλεμο ή στην αρρώστια. Ο πρώτος ναός γνώρισε και μεταγενέστερες φάσεις, γύρω στο 600 και 500 π.Χ., από τις οποίεςσώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη.
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας που τον επισκέφθηκε, τον θεώρησε δεύτερο, μετά τον της Τεγέας, ναό της Πελοποννήσου «ἐς κάλλος καὶτῆςἁρμονίαςἕνεκα». Ο ναός ξεχωρίζει από τους υπολοίπους κλασικούς ναούς της αρχαιότητας γιατί δεν έχει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό, αλλά είναι κατασκευασμένος με διεύθυνση από βορά προς νότο λόγω οικονομίας του χώρου, ή για λατρευτικούς λόγους που συνδέονται με τις παραδόσεις των Αρκάδων, μιας και άλλοι ναοί της περιοχής φέρουν ίδιο προσανατολισμό.
Ο ναός συνδυάζει αρχαϊκά, κλασικά και παραδοσιακά αρκαδικά χαρακτηριστικά. Έτσι προσφέρει ένα ελκυστικό μείγμα του παλιού και του νέου, του αγροτικού και του εκλεπτυσμένου. Η διακόσμηση είναι αξιοσημείωτη, ειδικά λόγω των διαφορετικών υλικών που χρησιμοποιούνται: οι τοίχοι, οι βάσεις και οι κίονες είναι από ασβεστόλιθο, τα ιωνικά κιονόκρανα και το κορινθιακό κιονόκρανο είναι από μάρμαρο Δολιανών όπως και οι λαξευτές μετόπες της εξωτερικής ζωφόρου του κυρίως ναού, οι βάσεις της ιωνικής ζωφόρου στο εσωτερικό του τεμένους, τα ερείσματα και τα κεραμίδια της οροφής.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η ζωφόρος ανασκάφηκε από τα ερείπια και δόθηκε προς πώληση. Τελικά αγοράστηκε από την βρετανική κυβέρνηση. Στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική η ζωφόρος κοσμούσε το εξωτερικό του ναού, αλλά στις Βάσσες, η ζωφόρος περιέτρεχε το εσωτερικό του σηκού. Η ζωφόρος αναπαριστά δύο θέματα: τη μάχη ανάμεσα στους Έλληνες, με αρχηγό τον Ηρακλή (διακρίνεται από τη λεοντή του) και τις Αμαζόνες, και την μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Το δεύτερο ήταν συχνό θέμα στην αρχαιοελληνική τέχνη και εμφανίζεται στις μετόπες του Παρθενώνα. Εδώ οι γυναίκες των Λαπιθών απεικονίζονται να κρατούν σφιχτά τα μικρά παιδιά τους, καθώς προσπαθούν να αντισταθούν στους Κενταύρους.
ΜΥΚΗΝΕΣ 84KM
Οι Μυκήνες (Μυκήναι, Μυκήνη) ήταν αρχαία πόλη της Αργολίδας κοντά στο βουνό Τρητός κι απέναντι απ’ τον Αργολικό κόλπο. Κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα προ Χριστού, οι Μυκήνες ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού, αποτελώντας ένα ισχυρό στρατιωτικό φρούριο που δέσποζε στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ελλάδας. Η περίοδος της ελληνικής ιστορίας μεταξύ 1600 π.Χ. έως περίπου το 1100 π.Χ. ονομάζεται «μυκηναϊκή», αναφερόμενη στις Μυκήνες. Στο απόγειο της δόξας τους, το 1350 π.Χ., το κάστρο και η κάτω πόλη είχαν 30.000 κατοίκους και ήταν έκτασης 32 εκταρίων. Πρώτος ο Όμηρος αναφέρει την πόλη περιγράφοντάς την με τα λόγια «ευρυάγυιαν, πολύχρυσον».
Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Περσέας έκτισε τις Μυκήνες στην Τίρυνθα και τους έδωσε αυτό το όνομα είτε διότι του έπεσε εκεί ο «μύκης» (θήκη) απ’ το ξίφος του είτε ενώ διψούσε, βρήκε ένα μύκητα (δηλαδή ένα μανιτάρι) και τραβώντας τον, είδε να υπάρχει η πηγή Περσεία, που υπάρχει και σήμερα.
Τούτο παρακίνησε τον Ερρίκο Σλήμαν να σκάψει την ακρόπολη των Μυκηνών, όπου βρήκε τους γνωστούς κάθετους λακκοειδείς τάφους, διάφορα αγγεία σπάνιας τέχνης, δείγματα Μυκηναϊκού πολιτισμού που αναπτύχθηκε με κέντρο τις Μυκήνες από τα 1600 π.Χ.- 1100 π.Χ. Το έργο του Σλήμαν συνέχισε από το 1888 ο Χρήστος Τσούντας, η συστηματική, σχεδόν επί εικοσαετία, σκαπάνη του οποίου έφερε στο φως το ανάκτορο στην κορυφή της ακρόπολης, καθώς και πλήθος θαλαμοειδών τάφων στην ευρύτερη περιοχή. Το έργο του Σλήμαν και του Χρήστου Τσούντα συνέχισε επάξια ο Άλαν Γουέις (A. Wace), διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, που από τα 1919 έως τα 1955, συστηματοποίησε τα έως τότε δεδομένα, εμπλούτισε την έρευνα, τα ευρήματα και τη γνώση του χώρου και του πολιτιστικού του ιδιώματος. Άξιοι συνεχιστές της επιστημονικής παρακαταθήκης των προηγουμένων, οι Γουίλιαμ Τέιλορ (LordWilliamTaylour), η έρευνα του οποίου έφερε στο φως το Θρησκευτικό Κέντρο στην κάτω δυτική πλαγιά του τειχισμένου λόφου, του Ιωάννη Παπαδημητρίου ο οποίος έφερε στο φως τον Ταφικό Κύκλο Β, ο Γεώργιος Μυλωνάς που ως διευθυντής ανασκαφών της αρχαιολογικής εταιρείας για 30 περίπου χρόνια διεκπεραίωσε το πλέον σημαντικό ανασκαφικό έργο στην ακρόπολη των Μυκηνών, αποκαλύπτοντας εκτεταμένα οικιστικά συγκροτήματα, όπως οι βόρειες αποθήκες, η βορειοδυτική και νοτιοδυτική συνοικία, συμβάλλοντας στην κατανόηση της οργάνωσης και χρήσης του χώρου σ’ ένα μοναδικό ανακτορικό συγκρότημα, όπως των Μυκηνών. Επιπλέον, η συμβολή του Σπ. Ιακωβίδη αλλά και της Φρενς (E. French) την τελευταία τριακονταετία κεφαλαιοποιεί την σχεδόν επί έναν αιώνα συναρπαστική και ατέρμονη ανάγνωση του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τέλος, σημαντική είναι η προσφορά διαχρονικά της Διεύθυνσης Αναστήλωσης, αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έφερε σε πέρας το δύσκολο έργο της αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής μορφής του ανακτορικού συγκροτήματος και της αίθουσας του θρόνου (εστία), της θόλου του τελευταίου μνημειώδους θολωτού τάφου που χτίστηκε στις Μυκήνες, γνωστού ως της Κλυταιμνήστρας αλλά και των τειχών. Το 1962, ανακαλύφθηκε πλήθος ευρημάτων στην Ακρόπολη των Μυκηνών[5]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Αρχαιολογική Εταιρεία προχώρησε στην αναστήλωση και διάσωση του θολωτού τάφου, γνωστού ως Αιγίσθου αλλά και του σημαντικού κτιριακού συγκροτήματος στα δυτικά της τειχισμένης ακρόπολης, της συνοικίας του λαδέμπορα.
Απ’ τον 12ο αιώνα π.Χ. άρχισε η παρακμή των Μυκηνών. Η καταστροφή του κράτους των Χετταίων που ήταν και οι μοναδικοί φορείς ήδη από τον 17ο αιώνα της τεχνικής επεξεργασίας του σιδήρου, η απώλεια των αιγυπτιακών αγορών άρχισαν να κλονίζουν τις Μυκήνες. Η καταστροφή αυτή συμπληρώθηκε απ’ τους Ηρακλειδείς. Μετά το φόνο του Αγαμέμνονα απ’ τον Αίγισθο, το κράτος των Ατρειδών έπαψε να υπάρχει και οι νέοι κατακτητές της Πελοποννήσου, οι Δωριείς, δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να πατήσουν το 1100 π.Χ. τη χώρα, που έφτασε σε μεγάλο βαθμό πολιτισμού.
Από τότε έπεσαν σε αφάνεια μέχρι τους περσικούς πολέμους. Λίγοι μόνο πολεμιστές της πήραν μέρος στις μάχες Θερμοπυλών και Πλαταιών. Καταστράφηκαν ξανά το 468 π.Χ. από τους Αργείους που έγιναν κύριοι της περιοχής και τη μοίρασαν στους φτωχούς πολίτες του Άργους.
Οι παλιοί κάτοικοι των Μυκηνών σκορπίστηκαν σε όλη σχεδόν την Ελλάδα φτάνοντας μέχρι τη Μακεδονία.
Βέβαια υπήρχαν ακόμα στην παλιά πόλη μερικοί κάτοικοι μέχρι το 150 μ.Χ., οπότε πιθανώς ερημώθηκε τελείως.
Σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει το μικρό χωριό Μυκήνες (Χαρβάτι επί τουρκοκρατίας) και τα ερείπια της Ακρόπολης, που θυμίζουν πάντα τις μακρινές και ένδοξες εποχές. Από τα σωζόμενα σήμερα ερείπια σπουδαιότερα είναι οι δυο ταφικοί βασιλικοί περίβολοι Α και Β που αποτελούσαν τμήμα του εκτεταμένου προιστορικού νεκροταφείου στα δυτικά του λόφου του ανακτόρου, από των οποίων την ανασκαφή (λακκοειδείς τάφοι) προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των εκπληκτικών ευρημάτων (τα περισσότερα είναι χρυσά και χαρακτηρίζονται για τη θαυμάσια τέχνη τους), ο θησαυρός του Ατρέα (θολωτός τάφος), ο θολωτός τάφος της Κλυταιμνήστρας, η Πύλη των Λεόντων, το Βασιλικό ανάκτορο, ο ναός, η Βόρεια Πύλη καθώς και η Υπόγεια δεξαμενή κ.ά. Πάρα πολλά από τα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στις Μυκήνες εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας καθώς και στο νέο, σύγχρονο, Μουσείο Μυκηνών στη βόρεια κλιτύ της ακρόπολης, προκαλώντας το θαυμασμό σε εκατομμύρια επισκέπτες από όλες τις γωνιές της γης.
ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ 109KM
Η Επίδαυρος είναι ο σημαντικότερος αρχαίος τόπος λατρείας του θεού Ασκληπιού. Από το 1988 ανήκει στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO.
Το όνομα Επίδαυρος της δόθηκε από τον τρίτο κατά σειρά άρχοντά της, που ήταν και ήρωας της Επιδαύρου, τον Επίδαυρο, γιο του Άργους και της Ευάδνης. Σύμφωνα με τον Όμηρο πήρε ο Επίδαυρος μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και είχε ως αρχηγούς τον Ποδαλείριο και το Μαχάονα, που ήταν γιοι του Ασκληπιού. Η Επίδαυρος πήρε μέρος στους Μηδικούς Πολέμους και υπήρξε σύμμαχος των Σπαρτιατών στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Σημειώνεται μάλιστα και ο Επιδαύριος Πόλεμος, που έγινε μεταξύ αυτών και των Αργείων συμμάχων των Αθηναίων. Γίνεται μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 243 π.Χ.
Ξακουστή σ’ όλη την Ελλάδα την έκανε το Ασκληπιείο της, ένα από τα σπουδαιότερα της αρχαιότητας, με το ιερό του Ασκληπιού που απέχει 15 περίπου χλμ. από την πόλη.
Τον 5 αι. π.Χ. το ιερό του Ασκληπιού αποκτά φήμη και επιρροή. Η γιορτή του ιερού του Ασκληπιείου γίνεται πανελλήνια. Η φήμη αυτή φέρνει οικονομική ευρωστία, ιδιαίτερα κατά τον 4ο-3ο αι. π.Χ. Σε μεγάλη ακμή έμεινε το ιερό και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, αλλά και στα ρωμαϊκά χρόνια μέχρι και τον 2ο αι. μ.Χ.
Στο λιμάνι, βόρεια της χερσονήσου του Νησιού, έδεναν τα πολεμικά πλοία. Πιθανότατα, να είχε κτιστεί ένα τείχος, για να το χωρίζει από το απέναντι ακρωτήρι. Στο κέντρο του τείχους υπήρχε μια πύλη, ακριβώς εκεί όπου σήμερα βρίσκονται οι σημαδούρες που μετρούν το βάθος των νερών του καναλιού. Κάτω από το νερό μπορεί να δει κανείς καθαρά τα ερείπια των θεμελίων.Νότια του Νησιού υπήρχε το εμπορικό λιμάνι.Τα ερείπια του λιμανιού, των δρόμων του και των αποθηκευτικών χώρων διακρίνονται ακόμα και σήμερα κάτω από τα νερά του όρμου του Γιαλασίου». Οι ντόπιοι αποκαλούν το σημείο «βυθισμένη πόλη» . Οι ηθοποιοί των δραματικών παραστάσεων στην Επίδαυρο συνήθιζαν να κολυμπούν εκεί .
Το 395 μ.Χ. οι Γότθοι του Αλάριχου φθάνουν κι εδώ λεηλατώντας τα πάντα. Η επίσημη απαγόρευση των αρχαίων λατρειών από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδόσιο Β΄ (426 μ.Χ.) σήμανε το τέλος της δράσης του ιερού του Ασκληπιείου. Η μεγάλη πεντάκλιτη βασιλική του 5ου αι. μ.Χ. στα ΒΑ του ιερού προβάλλει με την παρουσία της τη νίκη του Χριστιανισμού.
Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς προκάλεσε το τέλος της πόλης της Επιδαύρου. Πιθανότατα, η αιτία να ήταν κάποια μόλυνση από τους βάλτους που βρίσκονταν κοντά στην πόλη. Άλλοι μιλούν για έκρηξη του γειτονικού ηφαιστείου των Μεθάνων και πιθανολογούν ακόμα και παλιρροϊκό κύμα που προκλήθηκε μετά. Ίσως και αυτή η αναταραχή να προκάλεσε και την ένωση του Νησιού με τη στεριά.
Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου έγινε το πιο φημισμένο από όλα τα ασκληπιεία της αρχαίας Ελλάδας, εξαιτίας των πολλών και σοβαρών περιπτώσεων που γιατρεύτηκαν εκεί. Σ’ αυτό έφταναν από όλη την Ελλάδα, αλλά και από τη λεκάνη της Μεσογείου άρρωστοι, ικέτες της θείας ευσπλαχνίας.
Η έκτασή του ήταν πολύ μεγάλη και διάθετε ξενώνες, γυμναστήριο, στάδιο και το περίφημο, για την ακουστική του, Θέατρο, για την ψυχαγωγία των ανθρώπων.
Μεγάλη σημασία στη θεραπεία των ασθενών φαίνεται ότι είχε και το θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον, που ήταν χτισμένο. Η ηρεμία της φύσης, οι απαλές και καθαρές γραμμές των γύρω βουνών, η πλούσια βλάστηση και οι άφθονες πηγές του ασκούσαν, ιδιαίτερα στους ασθενείς από ψυχικές ασθένειες, φοβερή επίδραση με συνέπεια τη βελτίωση της υγείας μαζί με τη βοήθεια των ιερέων τους.
Οι ανασκαφές της Επιδαύρου έγιναν από τον Π. Καββαδία και διήρκεσαν από το 1881 μέχρι το θάνατό του. Τις ανασκαφές ανέλαβε η Αρχαιολογική Εταιρεία. Σημαντικό ρόλο στην πορεία των ανασκαφών είχε η αφιλοκερδής προσφορά των κατοίκων του Λυγουριού, οι οποίοι, εκτός από την εργασία που προσέφεραν, παραχώρησαν αφιλοκερδώς τα κτήματα τους που βρίσκονταν πλησίον του Αρχαιολογικού χώρου. Ο πρώτος χώρος που αντικρύζει ο επισκέπτης, άμα φτάσει στο ιερό, είναι τα προπύλαια. Τα προπύλαια, που η κατασκευή τους ανάγεται στους μυκηναϊκούς χρόνους, ήταν κτίσμα που το αποτελούσαν δυο στοές με έξι κίονες η καθεμιά. Της μιας ήταν ιωνικού και της άλλης κορινθιακού ρυθμού. Το δεύτερο κτίσμα είναι ο ναός του Ασκληπιού, που το κτίσιμό του κράτησε 5 ολόκληρα χρόνια. Είναι ναός δωρικού ρυθμού μέσα στον οποίον υπήρχε και το κατασκευασμένο από τον Πάριο καλλιτέχνη Θρασυμήδη άγαλμα του θεού. Πίσω ακριβώς από το ναό, βρίσκεται η Θόλος, που ήταν και το περιφημότερο κτίριο του ιερού. Ακολουθούν και άλλα κτίσματα, όπως το άβατο, ο οίκος των ιερέων, οι ναοί για την Άρτεμη, το ιερό του Απόλλωνα και, τέλος, το θέατρο.
Σε μια χαράδρα, το 340 π.Χ., ο αρχαίος αρχιτέκτονας Πολύκλειτος ο Νεότερος έκτισε, σύμφωνα με τον Παυσανία, το θέατρο της Επιδαύρου. Από όλα τα αρχαία θέατρα το θέατρο της Επιδαύρου είναι το ωραιότερο και το καλύτερα διατηρημένο. Προορισμένο για τη διασκέδαση των ασθενών έχει χωρητικότητα 13.000 θεατών. Χωρίζεται σε δύο μέρη. Ένα των 21 σειρών καθισμάτων για το λαό και το κάτω, από 34 σειρές καθισμάτων, για τους ιερείς και τους άρχοντες.
Η θαυμάσια ακουστική του, αλλά και η πάρα πολύ καλή κατάσταση στην οποία διατηρείται συντέλεσαν στη δημιουργία του φεστιβάλ Επιδαύρου, θεσμός που έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια. Στην Επίδαυρο έχει εμφανιστεί εκτός από τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς όπως ο Αλέξης Μινωτής, ο Θάνος Κωτσόπουλος,η Κατίνα Παξινού, η Άννα Συνοδινού, ο Θανάσης Βέγγος κ.ά. και η διάσημη Ελληνίδα σοπράνο Μαρία Κάλλας.
Στην Επίδαυρο έγιναν κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης και 2 εθνοσυνελεύσεις. Η πρώτη στις 20/12/1821 που διακήρυξε την ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους και η δεύτερη τον Μάρτιο του 1826.
ΑΡΧΑΙΑ ΝΕΜΕΑ 82KM
Η Αρχαία Νεμέα αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα ιερά της αρχαίας Ελλάδος, στην οποία τελούνταν πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες. Αν και η Αρχαία Νεμέα κατοικούνταν μόνο από λίγους ιερείς και φροντιστές του χώρου, για λίγες μέρες κάθε χρόνο συγκέντρωνε χιλιάδες προσκυνητές, οι οποίοι ερχόντουσαν προκειμένου να τιμήσουν τους θεούς. Η Αρχαία Νεμέα βρίσκεται σε μία κοιλάδα στους πρόποδες των αρκαδικών βουνών, ενώ το όνομα της το πήρε από το ρήμα νέμω δηλαδή νομή (βοσκή), λόγω των κτηνοτρόφων που έμεναν στην περιοχή.
Σύμφωνα με το μύθο, υπάρχουν δύο εκδοχές οι οποίες οδήγησαν στη δημιουργία του συγκεκριμένου ιερού. Η πρώτη θέλει τον Ηρακλή, γιο του Δία, αφού σκότωσε το λιοντάρι της Νεμέας να ιδρύει ένα ιερό προς τιμή του πατέρα του. Η δεύτερη –και πιο διαδεδομένη– εκδοχή αφορά το Βασιλιά της Νεμέας και ιερέα του Δία, Λυκούργο, και τη γυναίκα του Ευρυδίκη, οι οποίοι μετά από πολλά χρόνια έγγαμου βίου απέκτησαν ένα γιο, τον Οφέλτη. Ωστόσο, κατά τον χρησμό της Πυθίας, το βρέφος δεν έπρεπε να ακουμπήσει στο έδαφος μέχρι να περπατήσει. Μια μέρα, η Υψιπύλη, η τροφός του, ενώ κρατούσε τον Οφέλτη συνάντησε μια ομάδα ταξιδευτών, οι οποίοι διψασμένοι της ζήτησαν λίγο νερό. Εκείνη άφησε σε ένα στρώμα άγριου σέλινου το βρέφος, προκειμένου να τους προσφέρει νερό. Όταν γύρισε το κεφάλι της προς το βρέφος είδε ένα φίδι να έχει δαγκώσει τον Οφέλτη, ο οποίος ξεψύχησε. Αυτό το γεγονός θεωρήθηκε κακός οιωνός και ονόμασαν το μωρό Αρχέμορο, δηλαδή «αρχή της κακοτυχίας». Προκειμένου να εξευγενίσουν τους θεούς, οι ταξιδευτές αποφάσισαν να ιδρύσουν επιτάφιους αθλητικούς αγώνες στη Νεμέα, με τους κριτές να φορούν μαύρα, σε ένδειξη πένθους.
Ιστορία
Η περιοχή της Νεμέας φαίνεται να υπήρξε ήδη από τη Νεολιθική εποχή (6500-3000 π.Χ.), ιερό κέντρο λατρευτικών σκοπών, σύμφωνα με τα αγγεία που βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή. Περί τον 6ο π.Χ. αιώνα βλέπουμε την πρώτη ακμή της Νεμέας με την ίδρυση των αθλητικών αγώνων και το κτίσιμο ιερών κέντρων και αθλητικών υποδομών, ενώ στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. φαίνεται να υπήρξε πολεμική σύγκρουση στην περιοχή, καθώς η Νεμέα ερημώθηκε και οι αγώνες μεταφέρθηκαν στο Άργος. Η δεύτερη περίοδος ακμής του ιερού της Νεμέας θα έρθει το 330 π.Χ. με τη μεταφορά των αθλητικών αγώνων εκ νέου στη Νεμέα, την ανακαίνιση των ήδη υπαρχόντων κτιρίων αλλά και την οικοδόμηση καινούργιων. Το 145 π.Χ. ένα χρόνο μετά την κατάληψη από του Ρωμαίους, οι αγώνες θα μετακινηθούν οριστικά πλέον στο Άργος και συνεπώς η περιοχή θα ερημωθεί παντελώς. Περί το 4ο αιώνα μ.Χ., η μορφή του ιερού της Αρχαίας Νεμέας είχε αλλάξει ριζικά, καθώς για καλλιεργητικούς σκοπούς, γεωργοί και βοσκοί προκάλεσαν ανεπανόρθωτες ζημιές στα κτίσματα, ενώ τον 5ο αιώνα μ.Χ. κατασκεύασαν μια παλαιοχριστιανική βασιλική από τα ερείπια του Ξενώνα, η οποία καταλάμβανε το 1/3 της έκτασής του. Το 540 μ.Χ. η κοιλάδα της Νεμέας υπέστη μορφολογική αλλαγή, που είχε ως συνέπεια να στερέψουν τα υδάτινα αποθέματά της και ως εκ τούτου η περιοχή εγκαταλείφτηκε για ακόμα μια φορά.
Οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν το 1766 από την αποστολή των «Ντιλετάντι», ενώ σημαντικές ανακαλύψεις έγιναν από την αρχαιολογική αποστολή της Αμερικάνικης Σχολής Κλασικών Σπουδών από το 1924 μέχρι το 1926, η οποία έσκαψε το ιερό και το λόφο του Τσούγκιζα, αλλά και από το Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας. Σήμερα εξακολουθούν να γίνονται ανασκαφές σε συνδυασμό με έργα συντήρησης και αναστήλωσης.
Τα πιο σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία είναι:
-
Ναός του Διός: Ο πρώτος ναός του Νεμείου Διός κατασκευάστηκε περί τον 6ο αιώνα π.Χ. με την έναρξη των αγώνων της Νεμέας. Ο αρχαϊκός ναός ήταν 10,10Χ36,30 μέτρων περίπου.
-
Βωμός του Διός: Ανατολικά της εισόδου του ναού του Νεμείου Διός βρισκόταν λίθινος βωμός για τις θυσίες προς τιμή του Δία, ο οποίος χρονολογείται περί τον 5ο αιώνα π.Χ. Ο συγκεκριμένος βωμός ανακαινίστηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. και επεκτάθηκε βορειότερα, με καινούργιο μήκος τα 41 μέτρα. Αποτελούταν από μια επιμήκη σειρά ασβεστόλιθων μικρού ύψους, ενώ στο νοτιότερο άκρο εντοπίστηκαν ίχνη βάσης δύο αγαλμάτων.
-
Ηρώον Οφέλτη: Νοτιοδυτικά του ναού του Διός, βρέθηκε μακρόστενο ανάχωμα, το οποίο προστάτευε τον ιερό χώρο από πλημμύρες. Στο νότιο τμήμα αυτού του αναχώματος, βρέθηκε το Ηρώον του Οφέλτη μια ορθογώνια κατασκευή 1,40Χ3,15 μέτρα, η οποία χρονολογείται από το δεύτερο τέταρτο του 6ουαιώνα π.Χ
-
Στάδιο: 450 μέτρα νοτιοανατολικά του ναού του Διός, κατασκευάστηκε το 330-320 π.Χ. το στάδιο ανάμεσα στις δυο φυσικές κοιλότητες στους λόφους που βρίσκονται γύρω από το ιερό. Το μεγαλύτερο κοίλωμα ήταν για το στίβο, ο οποίος είχε μήκος 178 μέτρα, πλάτος βόρειας και νότιας πλευράς 23,52 μέτρα και πλάτος στο μέσο 26,93 μέτρα. Στην ανατολική πλευρά του στίβου υπήρχε ξύλινη εξέδρα για τους κριτές, ενώ γύρω από αυτόν υπήρχε αγωγός ύδατος για την ύδρευση του χώρου και την ύγρανση της επιφάνειας του στίβου. Ο στίβος συνδεόταν μέσω μιας θολωτής σήραγγας, μήκους 36,35μ., πλάτους 2,06μ. και ύψους 2,48μ με τα αποδυτήρια, ένα απλό ορθογώνιο οικοδόμημα διαστάσεων 13,40Χ16,40 μέτρων, με εσωτερική αυλή. Η χωρητικότητα του σταδίου υπολογίζεται στους 30.000 θεατές.
ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΓΕΑ 35KM
Η Τεγέα ήταν πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, προερχόμενη αρχικά από συνοικισμό. Ιδρύθηκε από τον Τεγέα, γιο του Λυκάονα και εγγονό του Πελασγού και ήταν από τις σπουδαιότερες πόλεις της αρχαίας Αρκαδίας, έδρα των τελευταίων μυθικών Αρκάδων βασιλιάδων.
Στην πόλη υπήρχε το ιερό της Αλέας Αθηνάς το οποίο είχε κατασκευάσει ο Σκόπας την εποχή που άρχοντας της Αθήνας ήταν ο Διόφαντος. Σύμφωνα με την μυθολογία ο ναός ονομάστηκε έτσι από τον Αλέα,εγγονό του Αρκάδα, που τον είχε χτίσει. Μέσα στο ιερό υπήρχε άγαλμα της Αθηνάς από ελεφαντόδοντο, άγαλμα του Ασκληπιού , άγαλμα της Υγείας και τα δόντια του Ερυμάνθιου κάπρου τα οποία, όταν οι Ρωμαίοι προσάρτησαν την περιοχή στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τα μετέφεραν στη Ρώμη.
Η Θεά Αθηνά ήταν η πολιούχος της πόλης και προς τιμήν της γίνονταν οι αγώνες Αλεαία. Σήμερα ο ναός δεν υπάρχει πλέον και λέγεται ότι τμήματά του χρησιμοποιήθηκαν στην ανοικοδόμηση του ναού της Παναγίας που βρίσκεται κοντά στον αρχαιολογικό χώρο.
Στην Τεγέα υπήρχε και δεύτερο ιερό της Αθηνάς Πολιάτιδος. Στην αγορά της πόλης υπήρχε ιερό της Αφροδίτης. Διέθετε Γυμνάσιο, θέατρο, Στάδιο, Αγορά και Βουλή με τριακόσιους βουλευτές.
Οι κάτοικοι την περίοδο της ακμής της έφταναν τους 40.000 και η πόλη έκοβε δικό της νόμισμα. Επιφανείς Τεγεάτες ήταν οι ποιητές Κλονάς και Ανύτη, ο ιστορικός Αρίανθος, ο τραγικός Αρίσταρχος, οι νομοθέτες Αντισθένης και Κρίσος. Οι ήρωες Αγκαίος και Έποχος, η Αταλάντη, ο Έχεμος, ο Αγαπήνορας και η Διοτίμα. Εδώ επίσης είχε γεννηθεί, κατά τη μυθολογία, και ο Πάνας.
Τεγεάτες είχαν πάρει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, στον τρωικό πόλεμο, στην μάχη των Πλαταιών, στους Περσικούς πολέμους, και στον Πελοποννησιακό πόλεμο στο πλευρό των Σπαρτιατών, Η Τεγέα είχε αποικίσει την Πάφο, ενώ είχε συμμετάσχει στον εποικισμό της Μεγαλόπολης.
Η πόλη καταστράφηκε από τους Γότθους το 395 μ.χ. και σταδιακά ερήμωσε. Αργότερα στη θέση της χτίστηκε το Νύκλι το οποίο κατά την Φραγκοκρατία αποτέλεσε Βαρωνία. Σήμερα έχει ανασκαφεί και είναι επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος στον οποίο λειτουργεί και το μουσείο της Τεγέας, ενώ η ευρύτερη περιοχή, με ευρήματα από ρωμαϊκά ψηφιδωτά και μεσαιωνικά τείχη αποτελεί αρχαιολογικό πάρκο. Βρίσκεται δίπλα στο χωριό Αλέα της Μαντινείας, 10 χιλιόμετρα από την Τρίπολη.
ΜΟΥΣΕΙΟ ΔΑΣΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΙΝΑΛΟΥ
Το Χρυσοβίτσι υπήρξε μεγάλο υλοτομικό κέντρο. Το 1939 κατασκευάστηκε εδώ ένα μεγάλο εργοστάσιο ξυλείας το οποίο διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της Αρκαδίας. Εδώ λοιπόν, σε αυτό το εργοστάσιο στεγάζεται το Μουσείο Δασικής Ιστορίας.
Πρόκειται για έναν χώρο που ιχνηλατεί τα πρώτα βήματα της βιομηχανικής επανάστασης στον αρκαδικό χώρο. Και ταυτόχρονα αναδεικνύει τη σημασία του σπουδαίου βουνού, του Μαίναλου, στην ιστορία του τόπου. Πράγματι, το όρος Μαίναλο έχει διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στην αρκαδική ιστορία. Είτε ως κρησφύγετο και ορμητήριο των ανυπότακτων Αρκάδων, είτε ως πάροχος πρώτων υλών, όπως η δασική ύλη. Στο μουσείο λειτουργούν εκθέσεις εργαλείων και πρακτικών υλοτόμησης και επεξεργασίας του ξύλου. Αναβιώνει έτσι μια ολόκληρη σελίδα της Αρκαδίας.
Γίνονται επίσης περιβαλλοντολογικά σεμινάρια ευαισθητοποίησης του κοινού στο ζήτημα της προστασίας του δάσους και της ορθολογικής χρήσης των πρώτων υλών.